- δερματόπτερος
- -η, -ο1. (για διάφορα είδη νυχτερίδων) αυτός που έχει φτερά από δέρμα2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ΔερματόπτεραΘηλαστικά νυκτόβια τού γένους τών Γαλεοπιθήκων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δερματοπτέρων — δερματόπτερος with wings of skin masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματόπτερα — δερματόπτερος with wings of skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek